παραείμαι

παραείμαι
αμετ. быть в избытке

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "παραείμαι" в других словарях:

  • παραείμαι — είμαι κάτι περισσότερο από όσο πρέπει, έχω μια ιδιότητα σε μεγάλο βαθμό, τό παρακάνω («παραείμαι σπάταλος») …   Dictionary of Greek

  • παραείμαι — είμαι περισσότερο από το κανονικό ή από όσο πρέπει: Παραείσαι φλύαρος και γίνεσαι ενοχλητικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»